ΑΦΙΕΡΟΜΕΝΟ
ΑΠΑΝΕΜΟ ΛΙΜΑΝΙ
Κοιτάω τα κύματα που δέρνουν αφρισμένα
βράχια ακλόνητα στου χρόνου την θωριά,
με βουητό τα απειλούν απελπισμένα
μα εκείνα στέκονται ακλόνητα, στητά.
βράχια ακλόνητα στου χρόνου την θωριά,
με βουητό τα απειλούν απελπισμένα
μα εκείνα στέκονται ακλόνητα, στητά.
Και την δική μου την ζωή παραλληλίζω,
που σαν στης θάλασσας την δίνη αγκομαχά,
μα εγώ δεν έχω δύναμη άλλο για να τ' αντέξω,
δεν είμαι βράχος που το κύμα αψηφά.
Σ' εσένα ψάχνω ένα λιμάνι για να βρω,
να ρίξω άγκυρα, εκεί ν' αράξω,
της ζήσης ν' αποφύγω τον άσκημο καιρό,
τόσες φουρτούνες, καταιγίδες να ξεχάσω.
Τα δυό σου χέρια να 'χω για πυξίδα,
να μην φοβάμαι πια της ζήσης το στοιχειό,
αφού στο πλάι μου εσένα θα 'χω
πάντα σε απάνεμο λιμάνι θα τραβώ.
που σαν στης θάλασσας την δίνη αγκομαχά,
μα εγώ δεν έχω δύναμη άλλο για να τ' αντέξω,
δεν είμαι βράχος που το κύμα αψηφά.
Σ' εσένα ψάχνω ένα λιμάνι για να βρω,
να ρίξω άγκυρα, εκεί ν' αράξω,
της ζήσης ν' αποφύγω τον άσκημο καιρό,
τόσες φουρτούνες, καταιγίδες να ξεχάσω.
Τα δυό σου χέρια να 'χω για πυξίδα,
να μην φοβάμαι πια της ζήσης το στοιχειό,
αφού στο πλάι μου εσένα θα 'χω
πάντα σε απάνεμο λιμάνι θα τραβώ.