Ξένε διαβάτη τι κοιτάς
με μάτια λυπημένα
δεν θέλουν δαύτα λύπηση
κι ας είναι σαπισμένα
Ξέρεις περήφανα ειν΄ αυτά
κάποτε είχαν ξάρτια
κι ήταν γοργά σαν άτια
αυτά σε χρόνια αλλοτινά
στα κύματα πετούσαν
και μάτια ανθρώπων
αχόρταγα με θαυμασμό κοιτούσαν
Ρωτούσαν για τη ρότα τους
θαύμαζαν το σκαρί τους
τις θάλασσες που έσκιζε
το στιβαρό κορμί τους
Ωκεανούς οργώνανε
πιάνανε σε λιμάνια
του κόσμου όλα τα καλά
κουβάλαγαν στ αμπάρια
Από Αλγέρι Μπαρμπαριά
τη Σμύρνη το Μαρόκο
χίλιες πραμάτειες φέρνανε
σε τούτον εδώ τον τόπο
Τώρα αγνώριστα παλιά
ωκεανών λιοντάρια
στην άκρη αυτή του ταρσανά
κείτονται πια κουφάρια
κείτονται πια ανήμπορα
στην άμμο στα λιθάρια
με το κορμί τους σκέλεθρο
επάνω στ αγγονάρια
Απόμαχοι της θάλασσας
απ όλους ξεχασμένα
άχρηστα είναι πια σκαριά
σάπια και μαυρισμένα
Ξένε δεν θέλουν λύπηση
ετούτα τα καράβια
τι κι αν δεν έχουν κουπαστή
τι κι αν δεν έχουν ξάρτια
Ξένε δεν θέλουν λύπηση
περήφανα έχουν μήνη
τι κι αν τους τρώει το σκαρί
σιχαμερό σκουλήκι